σωβινιστής

σωβινιστής
ο , σωβινίστρια η шовинист, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σωβινιστής" в других словарях:

  • σωβινιστής — και σοβινιστής, ο, θηλ. στρια, Ν οπαδός τού σωβινισμού, φανατικός εθνικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauviniste (βλ. και λ. σωβινισμός)] …   Dictionary of Greek

  • σωβινιστής — ο βλ. σοβινιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβινιστής — ο, Ν βλ. σωβινιστής …   Dictionary of Greek

  • σωβινιστικός — και σοβινιστικός, ή, ό, Ν [σωβινιστής] ο σχετικός με τον σωβινιστή ή με τον σωβινισμό …   Dictionary of Greek

  • υπερεθνικόφρων — ο, η, αρσ. και υπερεθνικόφρονας, Ν 1. υπερβολικά, υπέρμετρα εθνικόφρων, σωβινιστής 2. υπερδεξιός …   Dictionary of Greek

  • υπερπατριώτης — ο, θηλ. υπερπατριώτισσα, Ν (συν. ειρωνικά) άτομο που προβάλλει και υποστηρίζει έναν υπέρμετρο και συνήθως βερμπαλιστικό πατριωτισμό, σωβινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + πατριώτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»